φασίολος — ο, ΝΜΑ, και φασήολος και φασίουλος και φασιούλυος και φασίωλος και φάσουλος Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης φαβώδη, καθώς και λόγια ονομασία τής φασολιάς και τού καρπού της. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
φασιόλου — φασίολος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασιόλους — φασίολος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασιόλων — φασίολος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασιόλῳ — φασίολος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασίολοι — φασίολος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασίολον — φασίολος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασολιά — Ποώδη φυτά και οι καρποί και τα σπέρματά τους. Ανήκουν στην οικογένεια των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών και στην οικογένεια των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Εξαιτίας των θρεπτικών ιδιοτήτων τους καλλιεργούνται πολύ και καταναλώνονται… … Dictionary of Greek
ζουλφαρί — το βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού φασίολος ο καρακάλλειος … Dictionary of Greek
πάσωλος — ὁ, Α φασίολος, η φασολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. phaseolus / faseolus, υποκορ. τού phasēlus (< φάσηλος* «φασόλι»), πρβλ. πασίολος] … Dictionary of Greek
πασίολος — ὁ, Α (δ. προφ.) φασίολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. passiolus, υποκορ. τού phasēlus (< φάσηλος* «φασόλι»)] … Dictionary of Greek